- νταβανώνω
- βλ. ταβανώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβανώνω — και νταβανώνω Ν [ταβάνι / νταβάνι] επικαλύπτω οροφή με σανίδες ή κονίαμα … Dictionary of Greek
ταβανώνω — και νταβανώνω, ταβάνωσα, ταβανώθηκα, ταβανωμένος, καλύπτω την οροφή με ταβανοσάνιδα (βλ. λ.) ή με σουβά: Ταβάνωσα το δωμάτιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)